Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χοντρός (επίθετο) - (παρόμοια:
χοντρή
-
χορός
-
χοντρούλης
)
Συνώνυμα
παχύς
στρουμπουλός
χοντροκομμένος
3
Αντώνυμα
λεπτός
αδύνατος
ψιλός
3
Ορισμός
Που έχει μεγάλο πάχος ή όγκο.
Που δεν είναι λεπτός ή ψιλός, αλλά έχει μεγαλύτερη μάζα ή πυκνότητα.
Χαρακτηριστικό για κάτι που δεν είναι λεπτομερές ή αναλυτικό.
3
Παραδείγματα
Ο χοντρός κορμός του δέντρου έδειχνε ότι ήταν πολύ παλιό.
Η χοντρή κλωστή χρησιμοποιείται για ράψιμο χοντρών υφασμάτων.
Έκανε μια χοντρή περιγραφή της κατάστασης, χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες.
3