1. Λέξη
    χοντρός (επίθετο) - (παρόμοια: χοντρή - χορός - χοντρούλης)
  2. Συνώνυμα
    • παχύς
    • στρουμπουλός
    • χοντροκομμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • λεπτός
    • αδύνατος
    • ψιλός
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει μεγάλο πάχος ή όγκο.
    • Που δεν είναι λεπτός ή ψιλός, αλλά έχει μεγαλύτερη μάζα ή πυκνότητα.
    • Χαρακτηριστικό για κάτι που δεν είναι λεπτομερές ή αναλυτικό.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο χοντρός κορμός του δέντρου έδειχνε ότι ήταν πολύ παλιό.
    • Η χοντρή κλωστή χρησιμοποιείται για ράψιμο χοντρών υφασμάτων.
    • Έκανε μια χοντρή περιγραφή της κατάστασης, χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες.
    3