Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χορευτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
χορευτής
-
αλιευτικός
-
μαγευτικός
-
δυτικός
-
γοητευτικός
)
Συνώνυμα
απολαυστικός
ευχάριστος
διασκεδαστικός
3
Αντώνυμα
βαρετός
μονότονος
ανιαρός
3
Ορισμός
που σχετίζεται με τον χορό ή είναι κατάλληλος για χορό
που χαρακτηρίζεται από ρυθμό και ευκολία κινήσεων
που προκαλεί χαρά και διασκέδαση
3
Παραδείγματα
Η μουσική ήταν τόσο χορευτική που όλοι σηκώθηκαν να χορέψουν.
Η χορευτική παράσταση ήταν εντυπωσιακή με τις ρυθμικές κινήσεις των χορευτών.
Έχει έναν πολύ χορευτικό ρυθμό στη ζωή της, πάντα γεμάτη ενέργεια και χαρά.
3