1. Λέξη
    χορευτικός (επίθετο) - (παρόμοια: χορευτής - αλιευτικός - μαγευτικός - δυτικός - γοητευτικός)
  2. Συνώνυμα
    • απολαυστικός
    • ευχάριστος
    • διασκεδαστικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • βαρετός
    • μονότονος
    • ανιαρός
    3
  4. Ορισμός
    • που σχετίζεται με τον χορό ή είναι κατάλληλος για χορό
    • που χαρακτηρίζεται από ρυθμό και ευκολία κινήσεων
    • που προκαλεί χαρά και διασκέδαση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η μουσική ήταν τόσο χορευτική που όλοι σηκώθηκαν να χορέψουν.
    • Η χορευτική παράσταση ήταν εντυπωσιακή με τις ρυθμικές κινήσεις των χορευτών.
    • Έχει έναν πολύ χορευτικό ρυθμό στη ζωή της, πάντα γεμάτη ενέργεια και χαρά.
    3