1. Λέξη
    χορηγώ (ρήμα) - (παρόμοια: χορηγός - χορηγία - χορηγούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • παρέχω
    • προμηθεύω
    • δίνω
    • εκχωρώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • αποσύρω
    • στερώ
    • αρνούμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Παρέχω κάτι σε κάποιον, συνήθως χρήματα ή πόρους.
    • Εξασφαλίζω τα απαραίτητα για κάποιον ή κάτι.
    • Δίνω επίσημα ή νόμιμα κάτι σε κάποιον.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το κράτος χορηγεί υποτροφίες σε φοιτητές με χαμηλό εισόδημα.
    • Η εταιρεία μας χορηγεί τα αθλητικά γεγονότα της πόλης.
    • Ο δήμος χορηγεί δωρεάν σχολικά βιβλία σε όλους τους μαθητές.
    3