Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χορηγώ (ρήμα) - (παρόμοια:
χορηγός
-
χορηγία
-
χορηγούμαι
)
Συνώνυμα
παρέχω
προμηθεύω
δίνω
εκχωρώ
4
Αντώνυμα
αποσύρω
στερώ
αρνούμαι
3
Ορισμός
Παρέχω κάτι σε κάποιον, συνήθως χρήματα ή πόρους.
Εξασφαλίζω τα απαραίτητα για κάποιον ή κάτι.
Δίνω επίσημα ή νόμιμα κάτι σε κάποιον.
3
Παραδείγματα
Το κράτος χορηγεί υποτροφίες σε φοιτητές με χαμηλό εισόδημα.
Η εταιρεία μας χορηγεί τα αθλητικά γεγονότα της πόλης.
Ο δήμος χορηγεί δωρεάν σχολικά βιβλία σε όλους τους μαθητές.
3