1. Λέξη
    χορηγούμαι (ρήμα) - (παρόμοια: ηγούμαι - εξηγούμαι - οδηγούμαι - διηγούμαι - χορηγώ - προηγούμαι - χορηγός - χορηγία)
  2. Συνώνυμα
    • παρέχομαι
    • διατίθεμαι
    • προμηθεύομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • στερώμαι
    • αποκλείομαι
    • στέρομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να παρέχεται κάτι σε κάποιον, συνήθως χωρίς αντάλλαγμα.
    • Να διατίθεται κάτι για χρήση από άλλους.
    • Να προμηθεύομαι κάτι από κάποιον άλλο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι φοιτητές χορηγούνται με υποτροφίες για τις σπουδές τους.
    • Στο πανεπιστήμιο χορηγούνται δωρεάν βιβλία στους πρωτοετείς.
    • Οι αθλητές χορηγούνται με τα απαραίτητα εφόδια για τις προπονήσεις τους.
    3