Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χορηγούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ηγούμαι
-
εξηγούμαι
-
οδηγούμαι
-
διηγούμαι
-
χορηγώ
-
προηγούμαι
-
χορηγός
-
χορηγία
)
Συνώνυμα
παρέχομαι
διατίθεμαι
προμηθεύομαι
3
Αντώνυμα
στερώμαι
αποκλείομαι
στέρομαι
3
Ορισμός
Να παρέχεται κάτι σε κάποιον, συνήθως χωρίς αντάλλαγμα.
Να διατίθεται κάτι για χρήση από άλλους.
Να προμηθεύομαι κάτι από κάποιον άλλο.
3
Παραδείγματα
Οι φοιτητές χορηγούνται με υποτροφίες για τις σπουδές τους.
Στο πανεπιστήμιο χορηγούνται δωρεάν βιβλία στους πρωτοετείς.
Οι αθλητές χορηγούνται με τα απαραίτητα εφόδια για τις προπονήσεις τους.
3