Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χορηγός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χορηγώ
-
χορηγία
-
χορός
-
χορηγούμαι
)
Συνώνυμα
προμηθευτής
δωρητής
επιχορηγητής
3
Αντώνυμα
δανειολήπτης
αποδέκτης
2
Ορισμός
Πρόσωπο ή οργανισμός που παρέχει πόρους, χρήματα ή βοήθεια σε κάποιον άλλο.
Ατομικό ή νομικό πρόσωπο που χρηματοδοτεί μια δραστηριότητα ή ένα έργο.
2
Παραδείγματα
Ο χορηγός της εκδήλωσης ήταν μια μεγάλη εταιρεία.
Η κυβέρνηση ενεργεί ως χορηγός για πολλά πολιτιστικά προγράμματα.
2