1. Λέξη
    χορηγός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χορηγώ - χορηγία - χορός - χορηγούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • προμηθευτής
    • δωρητής
    • επιχορηγητής
    3
  3. Αντώνυμα
    • δανειολήπτης
    • αποδέκτης
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο ή οργανισμός που παρέχει πόρους, χρήματα ή βοήθεια σε κάποιον άλλο.
    • Ατομικό ή νομικό πρόσωπο που χρηματοδοτεί μια δραστηριότητα ή ένα έργο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο χορηγός της εκδήλωσης ήταν μια μεγάλη εταιρεία.
    • Η κυβέρνηση ενεργεί ως χορηγός για πολλά πολιτιστικά προγράμματα.
    2