Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χρησιμεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
χρησιμότητα
-
χρησιμοποιώ
)
Συνώνυμα
ωφελώ
εξυπηρετώ
βοηθώ
υπηρετώ
4
Αντώνυμα
εμποδίζω
παρεμβαίνω
ενοχλώ
3
Ορισμός
Εκτελώ μια χρήσιμη λειτουργία ή παρέχω μια ωφέλιμη υπηρεσία.
Είμαι χρήσιμος σε κάποιον ή σε κάτι.
2
Παραδείγματα
Αυτό το εργαλείο μπορεί να χρησιμεύσει σε πολλές καταστάσεις.
Οι γνώσεις του χρησίμευσαν πολύ στην επίλυση του προβλήματος.
2