1. Λέξη
    χρησιμεύω (ρήμα) - (παρόμοια: χρησιμότητα - χρησιμοποιώ)
  2. Συνώνυμα
    • ωφελώ
    • εξυπηρετώ
    • βοηθώ
    • υπηρετώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • εμποδίζω
    • παρεμβαίνω
    • ενοχλώ
    3
  4. Ορισμός
    • Εκτελώ μια χρήσιμη λειτουργία ή παρέχω μια ωφέλιμη υπηρεσία.
    • Είμαι χρήσιμος σε κάποιον ή σε κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αυτό το εργαλείο μπορεί να χρησιμεύσει σε πολλές καταστάσεις.
    • Οι γνώσεις του χρησίμευσαν πολύ στην επίλυση του προβλήματος.
    2