Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χρησιμοποιώ (ρήμα) - (παρόμοια:
χρησιμοποιείς
-
χρησιμοποιούν
-
χρησιμοποιήσω
-
χρησιμοποιείται
-
χρησιμοποιημένος
-
χρησιμεύω
)
Συνώνυμα
εφαρμόζω
χρησιμοποιούμαι
αξιοποιώ
3
Αντώνυμα
αχρησιμοποίητος
απορρίπτω
2
Ορισμός
Να κάνω χρήση κάποιου πράγματος ή κάποιου για ένα συγκεκριμένο σκοπό.
Να εφαρμόζω μια μέθοδο ή μια τεχνική για να πετύχω κάτι.
2
Παραδείγματα
Χρησιμοποιώ το τηλέφωνο για να καλέσω τους φίλους μου.
Πρέπει να χρησιμοποιήσεις την ευκαιρία που σου δίνεται.
2