1. Λέξη
    χτυπάτε (ρήμα) - (παρόμοια: χτυπάω - χτυπώ)
  2. Συνώνυμα
    • σφυρίζετε
    • κτυπάτε
    • χτυπιέστε
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαλαρώνετε
    • ηρεμείτε
    2
  4. Ορισμός
    • Παράγει ή προκαλεί θόρυβο με επανειλημμένα χτυπήματα.
    • Επιτίθεται ή χτυπά κάποιον με βία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα παιδιά χτυπάνε τα κουδούνια με χαρά.
    • Μην χτυπάτε τον σκύλο, είναι αθώος.
    2