Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χτυπάτε (ρήμα) - (παρόμοια:
χτυπάω
-
χτυπώ
)
Συνώνυμα
σφυρίζετε
κτυπάτε
χτυπιέστε
3
Αντώνυμα
χαλαρώνετε
ηρεμείτε
2
Ορισμός
Παράγει ή προκαλεί θόρυβο με επανειλημμένα χτυπήματα.
Επιτίθεται ή χτυπά κάποιον με βία.
2
Παραδείγματα
Τα παιδιά χτυπάνε τα κουδούνια με χαρά.
Μην χτυπάτε τον σκύλο, είναι αθώος.
2