Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χτυπώ (ρήμα) - (παρόμοια:
χτυπάω
-
χτυπάτε
-
χτυπηθώ
-
χτυπήσω
)
Συνώνυμα
χτυπάω
κτυπώ
χτυπάω
συγκρούω
4
Αντώνυμα
χαϊδεύω
αγγίζω απαλά
2
Ορισμός
Να προκαλώ ήχο με την επαφή ενός αντικειμένου με ένα άλλο.
Να προκαλώ πόνο ή ζημιά σε κάποιον ή κάτι με φυσική δύναμη.
Να κάνω κάτι να λειτουργήσει ή να αντιδράσει με φυσική επαφή.
3
Παραδείγματα
Ο γείτονάς μου χτύπησε την πόρτα δυνατά.
Ο παίκτης χτύπησε την μπάλα με όλη του τη δύναμη.
Χτύπησε το κουδούνι για να ειδοποιήσει τους υπαλλήλους.
3