Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χτυπάω (ρήμα) - (παρόμοια:
χτυπάτε
-
χτυπώ
-
ξαναχτυπάω
-
χτυπηθώ
-
χτυπήσω
)
Συνώνυμα
σφάζω
χτυπώ
πλήττω
κτυπώ
4
Αντώνυμα
χαϊδεύω
αγγίζω απαλά
λαφρύνω
3
Ορισμός
Να προκαλώ φυσική βλάβη ή πόνο σε κάποιον ή κάτι με την εφαρμογή δύναμης.
Να κάνω μια ξαφνική ή βίαιη κίνηση προς κάτι.
Να προκαλώ μια δυνατή ηχητική επίδραση, όπως με ένα χτύπημα.
3
Παραδείγματα
Ο πατέρας χτύπησε το τραπέζι με την γροθιά του από θυμό.
Οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούν κάθε Κυριακή πρωί.
Μην χτυπάς τον αδερφό σου, είναι λάθος.
3