1. Λέξη
    χτυπάω (ρήμα) - (παρόμοια: χτυπάτε - χτυπώ - ξαναχτυπάω - χτυπηθώ - χτυπήσω)
  2. Συνώνυμα
    • σφάζω
    • χτυπώ
    • πλήττω
    • κτυπώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • χαϊδεύω
    • αγγίζω απαλά
    • λαφρύνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να προκαλώ φυσική βλάβη ή πόνο σε κάποιον ή κάτι με την εφαρμογή δύναμης.
    • Να κάνω μια ξαφνική ή βίαιη κίνηση προς κάτι.
    • Να προκαλώ μια δυνατή ηχητική επίδραση, όπως με ένα χτύπημα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο πατέρας χτύπησε το τραπέζι με την γροθιά του από θυμό.
    • Οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούν κάθε Κυριακή πρωί.
    • Μην χτυπάς τον αδερφό σου, είναι λάθος.
    3