1. Λέξη
    χωριστά (επίρρημα) - (παρόμοια: χωρισμός - χωριό - χωρισμένος)
  2. Συνώνυμα
    • ξεχωριστά
    • απομονωμένα
    • χώρια
    3
  3. Αντώνυμα
    • μαζί
    • ενωμένα
    • συλλογικά
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που υποδηλώνει διάκριση ή απόσταση μεταξύ πραγμάτων ή προσώπων.
    • Χωρίς να συνδέονται ή να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα παιδιά κάθισαν χωριστά στο θρανίο.
    • Οι απόψεις τους παρέμειναν χωριστά, χωρίς να βρεθεί κοινό έδαφος.
    2