Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χωριστά (επίρρημα) - (παρόμοια:
χωρισμός
-
χωριό
-
χωρισμένος
)
Συνώνυμα
ξεχωριστά
απομονωμένα
χώρια
3
Αντώνυμα
μαζί
ενωμένα
συλλογικά
3
Ορισμός
Με τρόπο που υποδηλώνει διάκριση ή απόσταση μεταξύ πραγμάτων ή προσώπων.
Χωρίς να συνδέονται ή να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
2
Παραδείγματα
Τα παιδιά κάθισαν χωριστά στο θρανίο.
Οι απόψεις τους παρέμειναν χωριστά, χωρίς να βρεθεί κοινό έδαφος.
2