1. Συνώνυμα
    • διαιρεμένος
    • ξεχωριστός
    • απομονωμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ενωμένος
    • συγχωνευμένος
    • συγκεντρωμένος
    3
  3. Ορισμός
    • Όταν κάτι έχει χωριστεί σε μέρη ή δεν είναι πλέον ενωμένο.
    • Που δεν βρίσκεται σε σχέση ή επαφή με κάποιον ή κάτι άλλο.
    • Που έχει διαφορετικές ιδιότητες ή χαρακτηριστικά.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Οι δυο αδερφοί ζουν σε χωρισμένα σπίτια.
    • Η χωρισμένη οικογένεια προσπαθεί να βρει μια ισορροπία.
    • Ο χωρισμένος χώρος του γραφείου επιτρέπει μεγαλύτερη ιδιωτικότητα.
    3