Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χωρισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
χτισμένος
-
ορισμένος
-
χωμένος
-
μαυρισμένος
-
χωρισμός
-
προορισμένος
-
καθορισμένος
-
σοκαρισμένος
-
εθισμένος
-
σκισμένος
-
πεισμένος
-
περιορισμένος
-
εκνευρισμένος
-
φρικαρισμένος
-
οπλισμένος
-
κλεισμένος
-
βασισμένος
-
φοβισμένος
-
φημισμένος
-
χαλασμένος
-
ζαλισμένος
-
οργισμένος
-
ραγισμένος
-
μπλοκαρισμένος
-
στρεσαρισμένος
-
χωριστά
-
χαμένος
-
κοιμισμένος
-
τσατισμένος
-
σκονισμένος
-
κερδισμένος
-
πεπεισμένος
-
φορτισμένος
)
Συνώνυμα
διαιρεμένος
ξεχωριστός
απομονωμένος
3
Αντώνυμα
ενωμένος
συγχωνευμένος
συγκεντρωμένος
3
Ορισμός
Όταν κάτι έχει χωριστεί σε μέρη ή δεν είναι πλέον ενωμένο.
Που δεν βρίσκεται σε σχέση ή επαφή με κάποιον ή κάτι άλλο.
Που έχει διαφορετικές ιδιότητες ή χαρακτηριστικά.
3
Παραδείγματα
Οι δυο αδερφοί ζουν σε χωρισμένα σπίτια.
Η χωρισμένη οικογένεια προσπαθεί να βρει μια ισορροπία.
Ο χωρισμένος χώρος του γραφείου επιτρέπει μεγαλύτερη ιδιωτικότητα.
3