Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγγελιαφόρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αγγελιοφόρος
-
αγγελική
-
αγγελικός
)
Συνώνυμα
αγγελιοφόρος
κυρίαρχος
πληροφοριοδότης
3
Αντώνυμα
αποκρυπτικός
απόρρητος
μυστικός
3
Ορισμός
Πρόσωπο που μεταφέρει μηνύματα ή νέα.
Ατομικό ή θεσμικό όργανο που διαβιβάζει πληροφορίες.
2
Παραδείγματα
Ο αγγελιαφόρος έφερε τα νέα από το μέτωπο.
Στην αρχαία Ελλάδα, οι αγγελιαφόροι ήταν σημαντικοί για τη μετάδοση πληροφοριών.
2