Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αδύνατη (επίθετο) - (παρόμοια:
αδύνατο
-
αδύνατος
-
αδύναμος
)
Συνώνυμα
αδύναμος
ανίσχυρος
ασθενής
3
Αντώνυμα
δυνατός
ισχυρός
ρωμαλέος
3
Ορισμός
που δεν έχει δύναμη
που δεν μπορεί να επιτύχει κάτι
που δεν έχει την απαραίτητη ισχύ ή ικανότητα
3
Παραδείγματα
Η αδύνατη γυναίκα δεν μπορούσε να σηκώσει το βαρύ κιβώτιο.
Μετά την ασθένεια, ένιωθε πολύ αδύνατη και κουρασμένη.
Ήταν αδύνατη η προσπάθειά του να πείσει τον διευθυντή.
3