Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αδύνατο (επίθετο) - (παρόμοια:
αδύνατος
-
αδύνατη
-
αδύναμος
)
Συνώνυμα
ακατόρθωτο
απίθανο
απραγματοποίητο
3
Αντώνυμα
δυνατό
πιθανό
εφικτό
3
Ορισμός
Που δεν μπορεί να συμβεί ή να πραγματοποιηθεί.
Που δεν έχει τη δύναμη ή την ικανότητα να κάνει κάτι.
2
Παραδείγματα
Είναι αδύνατο να φτάσουμε εκεί πριν το ηλιοβασίλεμα.
Με τις τρέχουσες συνθήκες, η επιτυχία του έργου φαίνεται αδύνατη.
2