1. Λέξη
    αθωότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αθλιότητα - απλότητα - αγιότητα - αγνότητα - αγριότητα)
  2. Συνώνυμα
    • αγνότητα
    • αμόλυνση
    • αψογία
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενοχή
    • κατηγορία
    • μολυσματικότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση ή η ιδιότητα του να είναι κάποιος αθώος, δηλαδή χωρίς ενοχή ή μολυσματικότητα.
    • Η έλλειψη ενοχής σε μια κατηγορία ή αδίκημα.
    • Η καθαρότητα ή η αγνότητα στη συμπεριφορά ή στη σκέψη.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η αθωότητα του παιδιού ήταν εμφανής στα μάτια του δικαστηρίου.
    • Πίστευε στην αθωότητα της ψυχής πριν από την επαφή με τον κόσμο.
    • Η υπόθεση έληξε με την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορούμενου.
    3