Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αθωότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αθλιότητα
-
απλότητα
-
αγιότητα
-
αγνότητα
-
αγριότητα
)
Συνώνυμα
αγνότητα
αμόλυνση
αψογία
3
Αντώνυμα
ενοχή
κατηγορία
μολυσματικότητα
3
Ορισμός
Η κατάσταση ή η ιδιότητα του να είναι κάποιος αθώος, δηλαδή χωρίς ενοχή ή μολυσματικότητα.
Η έλλειψη ενοχής σε μια κατηγορία ή αδίκημα.
Η καθαρότητα ή η αγνότητα στη συμπεριφορά ή στη σκέψη.
3
Παραδείγματα
Η αθωότητα του παιδιού ήταν εμφανής στα μάτια του δικαστηρίου.
Πίστευε στην αθωότητα της ψυχής πριν από την επαφή με τον κόσμο.
Η υπόθεση έληξε με την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορούμενου.
3