1. Λέξη
    ανεφοδιασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εφοδιασμός - αγιασμός - αιφνιδιασμός)
  2. Συνώνυμα
    • προμήθεια
    • εφοδιασμός
    • παροχή
    3
  3. Αντώνυμα
    • έλλειψη
    • απογύμνωση
    • στέρηση
    3
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία ή η ενέργεια της παροχής απαραίτητων προμηθειών ή υλικών.
    • Το σύνολο των προμηθειών που παρέχονται για κάποιο σκοπό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ανεφοδιασμός του στρατού γίνεται τακτικά για να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία του.
    • Μετά την καταστροφή, ο ανεφοδιασμός με τρόφιμα και νερό ήταν επείγων.
    2