Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανεφοδιασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εφοδιασμός
-
αγιασμός
-
αιφνιδιασμός
)
Συνώνυμα
προμήθεια
εφοδιασμός
παροχή
3
Αντώνυμα
έλλειψη
απογύμνωση
στέρηση
3
Ορισμός
Η διαδικασία ή η ενέργεια της παροχής απαραίτητων προμηθειών ή υλικών.
Το σύνολο των προμηθειών που παρέχονται για κάποιο σκοπό.
2
Παραδείγματα
Ο ανεφοδιασμός του στρατού γίνεται τακτικά για να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία του.
Μετά την καταστροφή, ο ανεφοδιασμός με τρόφιμα και νερό ήταν επείγων.
2