Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγιασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βιασμός
-
αιφνιδιασμός
-
ανεφοδιασμός
-
εκβιασμός
-
ακρωτηριασμός
)
Συνώνυμα
καθαγίαση
αγνότητα
ιεροπραξία
3
Αντώνυμα
βεβήλωση
ακάθαρση
ασεβήματα
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή η διαδικασία του καθαγιάζειν, δηλαδή του καθιστώ κάτι ιερό.
Το νερό που έχει ευλογηθεί από ιερέα και χρησιμοποιείται σε θρησκευτικές τελετές.
2
Παραδείγματα
Ο αγιασμός του νερού πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας.
Μετά τον αγιασμό του ναού, οι πιστοί μπορούν να εισέλθουν για προσευχή.
2