1. Λέξη
    αγιασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: βιασμός - αιφνιδιασμός - ανεφοδιασμός - εκβιασμός - ακρωτηριασμός)
  2. Συνώνυμα
    • καθαγίαση
    • αγνότητα
    • ιεροπραξία
    3
  3. Αντώνυμα
    • βεβήλωση
    • ακάθαρση
    • ασεβήματα
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή η διαδικασία του καθαγιάζειν, δηλαδή του καθιστώ κάτι ιερό.
    • Το νερό που έχει ευλογηθεί από ιερέα και χρησιμοποιείται σε θρησκευτικές τελετές.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αγιασμός του νερού πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας.
    • Μετά τον αγιασμό του ναού, οι πιστοί μπορούν να εισέλθουν για προσευχή.
    2