Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρακολουθήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
παρακολουθώ
-
ακολουθήσω
-
παρακολουθούμαι
-
παρακολούθησέ
-
παρακολούθηση
-
παρακουώ
-
παρατήσω
)
Συνώνυμα
ακολουθώ
παρατηρώ
ενημερώνομαι
3
Αντώνυμα
αγνοώ
αποφεύγω
αμελώ
3
Ορισμός
Να ακολουθώ κάποιον ή κάτι με προσοχή.
Να παρακολουθώ μια κατάσταση ή μια εξέλιξη.
Να ενημερώνομαι συστηματικά για κάτι.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να παρακολουθήσω τις τελευταίες εξελίξεις στην τεχνολογία.
Ο δάσκαλος παρακολούθησε την πρόοδο των μαθητών του.
Θα παρακολουθήσω την εκδήλωση για να μάθω περισσότερα.
3