1. Συνώνυμα
    • ελαφρύς
    • ευκίνητος
    • ευλύγιστος
    3
  2. Αντώνυμα
    • αδέξιος
    • βαρύς
    • άκαμπτος
    3
  3. Ορισμός
    • Που αφορά ή χαρακτηρίζεται από ακροβατικά.
    • Που εκτελείται με ιδιαίτερη ευλυγιστία και ευκινησία.
    • Που απαιτεί μεγάλη δεξιότητα και ευκινησία.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο ακροβατικός καλλιτέχνης έκανε εντυπωσιακές κινήσεις στο τσίρκο.
    • Η ακροβατική παράσταση συγκλόνισε το κοινό με την τεχνική της ακρίβεια.
    • Χρειάζεται ακροβατική ικανότητα για να εκτελέσεις τέτοια ασήμαντα.
    3