Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακροβατικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ακροβατικά
-
ακροαματικός
-
ασιατικός
-
συμβατικός
-
επιβατικός
-
αρωματικός
-
ακουστικός
)
Συνώνυμα
ελαφρύς
ευκίνητος
ευλύγιστος
3
Αντώνυμα
αδέξιος
βαρύς
άκαμπτος
3
Ορισμός
Που αφορά ή χαρακτηρίζεται από ακροβατικά.
Που εκτελείται με ιδιαίτερη ευλυγιστία και ευκινησία.
Που απαιτεί μεγάλη δεξιότητα και ευκινησία.
3
Παραδείγματα
Ο ακροβατικός καλλιτέχνης έκανε εντυπωσιακές κινήσεις στο τσίρκο.
Η ακροβατική παράσταση συγκλόνισε το κοινό με την τεχνική της ακρίβεια.
Χρειάζεται ακροβατική ικανότητα για να εκτελέσεις τέτοια ασήμαντα.
3