1. Συνώνυμα
    • ηχητικός
    • ηχοληπτικός
    2
  2. Αντώνυμα
    • βραχνή
    • σιωπηλός
    2
  3. Ορισμός
    • Σχετικός με τον ήχο ή την ακοή.
    • Που αφορά τη μετάδοση ή την αντίληψη του ήχου.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο ακουστικός μου εξοπλισμός είναι πολύ καλής ποιότητας.
    • Η ακουστική επίδραση του δωματίου ήταν εντυπωσιακή.
    2