Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακροαματικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ακροβατικός
-
θεαματικός
-
αρωματικός
-
δραματικός
-
αξιωματικός
-
αισθηματικός
-
πειραματικός
-
θεματικός
-
σωματικός
-
ασιατικός
)
Συνώνυμα
ακουστικός
ηχητικός
2
Αντώνυμα
οπτικός
ορατός
2
Ορισμός
Σχετικός με την ακοή ή την ακρόαση.
Που αφορά ή προορίζεται για ακρόαση.
2
Παραδείγματα
Η ακροαματική εμπειρία στο συναυλία ήταν εκπληκτική.
Το ακροαματικό υλικό του μαθήματος βοήθησε τους μαθητές να κατανοήσουν καλύτερα την ύλη.
2