Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρωματικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αξιωματικός
-
αναπληρωματικός
-
σωματικός
-
αρκτικός
-
συμπληρωματικός
-
διπλωματικός
-
αισθηματικός
-
ακροαματικός
-
θεματικός
-
ασιατικός
-
αρνητικός
-
συμπτωματικός
-
υπαξιωματικός
-
ελαττωματικός
-
δικαιωματικός
-
στοματικός
-
χρηματικός
-
σχηματικός
-
δραματικός
-
κλιματικός
-
θεαματικός
-
αριστοκρατικός
-
αστικός
-
αρχικός
-
ακροβατικός
-
πνευματικός
-
τραυματικός
-
μαθηματικός
-
πραγματικός
)
Συνώνυμα
ευωδιαστός
μυρωδικός
ευχάριστος
3
Αντώνυμα
δυσάρεστος
άοσμος
δυσώδης
3
Ορισμός
που έχει ευχάριστη μυρωδιά
που χαρακτηρίζεται από έντονη και ευχάριστη οσμή
2
Παραδείγματα
Το δωμάτιο ήταν γεμάτο από αρωματικά λουλούδια.
Η αρωματική καφετιά γέμισε το σπίτι με ευχάριστες μυρωδιές.
2