Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αμφιβάλλω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποβάλλω
-
επιβάλλω
-
αναβάλλω
)
Συνώνυμα
αμφιταλαντεύομαι
διστάζω
αναποφάσιζω
3
Αντώνυμα
βεβαιώνομαι
διαβεβαιώνομαι
είμαι σίγουρος
3
Ορισμός
Να έχω αμφιβολίες ή να μην είμαι σίγουρος για κάτι.
Να διστάζω να πιστέψω ή να αποδεχτώ κάτι.
2
Παραδείγματα
Αμφιβάλλω αν θα έρθει σήμερα.
Αμφιβάλλω για την αλήθεια των λόγων του.
2