1. Λέξη
    αμφιβάλλω (ρήμα) - (παρόμοια: αποβάλλω - επιβάλλω - αναβάλλω)
  2. Συνώνυμα
    • αμφιταλαντεύομαι
    • διστάζω
    • αναποφάσιζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • βεβαιώνομαι
    • διαβεβαιώνομαι
    • είμαι σίγουρος
    3
  4. Ορισμός
    • Να έχω αμφιβολίες ή να μην είμαι σίγουρος για κάτι.
    • Να διστάζω να πιστέψω ή να αποδεχτώ κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αμφιβάλλω αν θα έρθει σήμερα.
    • Αμφιβάλλω για την αλήθεια των λόγων του.
    2