Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανόητος (επίθετο) - (παρόμοια:
αδιανόητος
-
αυτονόητος
-
ανίκητος
-
ανελέητος
-
ακατανόητο
-
αναίσθητος
-
ανεξήγητος
)
Συνώνυμα
βλάκας
χαζός
αδαής
3
Αντώνυμα
έξυπνος
ευφυής
σοφός
3
Ορισμός
Χαρακτηρίζει κάποιον που στερείται νοημοσύνης ή κριτικής ικανότητας.
Που δείχνει έλλειψη κατανόησης ή λογικής.
2
Παραδείγματα
Ο ανόητος άνθρωπος δεν κατάλαβε την ειρωνεία στα λόγια του.
Η ανόητη απόφασή του οδήγησε σε μεγάλα προβλήματα.
2