Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναβάλω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναβάλλω
-
ξαναβάλω
-
αναβάλουμε
-
αναβάτης
-
αναβάθμιση
)
Συνώνυμα
καθυστερώ
αναβάλλω
χρονοτριβώ
3
Αντώνυμα
επιταχύνω
προχωρώ
εκτελώ
3
Ορισμός
Να καθυστερήσω την εκτέλεση μιας ενέργειας ή την ολοκλήρωση μιας εργασίας.
Να μεταθέσω κάτι για μετέπειτα χρονική στιγμή.
2
Παραδείγματα
Αποφάσισα να αναβάλω το ταξίδι μου λόγω καιρού.
Δεν μπορούμε να αναβάλουμε άλλο την απόφαση, πρέπει να δράσουμε τώρα.
2