1. Λέξη
    αναβάλω (ρήμα) - (παρόμοια: αναβάλλω - ξαναβάλω - αναβάλουμε - αναβάτης - αναβάθμιση)
  2. Συνώνυμα
    • καθυστερώ
    • αναβάλλω
    • χρονοτριβώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιταχύνω
    • προχωρώ
    • εκτελώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να καθυστερήσω την εκτέλεση μιας ενέργειας ή την ολοκλήρωση μιας εργασίας.
    • Να μεταθέσω κάτι για μετέπειτα χρονική στιγμή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αποφάσισα να αναβάλω το ταξίδι μου λόγω καιρού.
    • Δεν μπορούμε να αναβάλουμε άλλο την απόφαση, πρέπει να δράσουμε τώρα.
    2