Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναγγέλλω (ρήμα) - (παρόμοια:
απαγγέλλω
-
ανατέλλω
-
παραγγέλλω
-
καταγγέλλω
-
αναβάλλω
)
Συνώνυμα
ανακοινώνω
δηλώνω
γνωστοποιώ
3
Αντώνυμα
αποκρύπτω
κρύβω
σιωπώ
3
Ορισμός
Επικοινωνώ κάτι δημόσια ή επίσημα.
Καταγγέλλω ή ανακοινώνω κάτι με έμφαση.
2
Παραδείγματα
Ο πρόεδρος θα αναγγείλει τις νέες πολιτικές αύριο.
Αναγγέλλεται γενική απεργία την ερχόμενη εβδομάδα.
2