1. Λέξη
    αναγκαστικά (επίρρημα) - (παρόμοια: αναγκαστικός - αναγκασμένος - αναλυτικά - αναγκαίος)
  2. Συνώνυμα
    • υποχρεωτικά
    • αναπόφευκτα
    • οπωσδήποτε
    3
  3. Αντώνυμα
    • προαιρετικά
    • εκούσια
    • επιλεκτικά
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που υποδηλώνει υποχρέωση ή ανάγκη.
    • Χωρίς δυνατότητα επιλογής ή αποφυγής.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι μαθητές έπρεπε αναγκαστικά να παραμείνουν στο σχολείο λόγω της κακοκαιρίας.
    • Αναγκαστικά έπρεπε να ακυρώσω το ταξίδι μου λόγω απροόπτου.
    2