Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναγκαστικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
αναγκαστικός
-
αναγκασμένος
-
αναλυτικά
-
αναγκαίος
)
Συνώνυμα
υποχρεωτικά
αναπόφευκτα
οπωσδήποτε
3
Αντώνυμα
προαιρετικά
εκούσια
επιλεκτικά
3
Ορισμός
Με τρόπο που υποδηλώνει υποχρέωση ή ανάγκη.
Χωρίς δυνατότητα επιλογής ή αποφυγής.
2
Παραδείγματα
Οι μαθητές έπρεπε αναγκαστικά να παραμείνουν στο σχολείο λόγω της κακοκαιρίας.
Αναγκαστικά έπρεπε να ακυρώσω το ταξίδι μου λόγω απροόπτου.
2