Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναγκαστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αναγκαστικά
-
αστικός
-
αναγνωριστικός
-
ανατριχιαστικός
-
αντανακλαστικός
-
αναπνευστικός
-
αναλυτικός
-
δικαστικός
-
αηδιαστικός
-
σαρκαστικός
-
αναπαυτικός
-
αναγκασμένος
-
βιαστικός
-
αναγκαίος
-
σπαστικός
-
πλαστικός
-
δραστικός
-
αναρχικός
-
ανεκτικός
)
Συνώνυμα
υποχρεωτικός
επιβαλλόμενος
αναπόφευκτος
3
Αντώνυμα
προαιρετικός
εκούσιος
επιθυμητός
3
Ορισμός
που επιβάλλεται ή απαιτείται με απόλυτο τρόπο, χωρίς δυνατότητα επιλογής
που δεν μπορεί να αποφευχθεί ή να παραλειφθεί
2
Παραδείγματα
Η φορολογική δήλωση είναι μια αναγκαστική διαδικασία για όλους τους πολίτες.
Οι αναγκαστικές μέθοδοι που εφάρμοσε η κυβέρνηση προκάλεσαν δυσαρέσκεια.
2