1. Λέξη
    αναγκαίος (επίθετο) - (παρόμοια: αναγκασμένος - αναγκαστικά - αναγκάζω - αναγκάσω - αναγκαιότητα - αναγκαστικός)
  2. Συνώνυμα
    • απαραίτητος
    • επιβεβλημένος
    • αναπόφευκτος
    3
  3. Αντώνυμα
    • προαιρετικός
    • μη αναγκαίος
    • επιλογής
    3
  4. Ορισμός
    • Που είναι απαραίτητος ή που δεν μπορεί να αποφευχθεί.
    • Που πρέπει να γίνει ή να υπάρξει λόγω κάποιας ανάγκης ή υποχρέωσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η συνεργασία είναι αναγκαία για την επίτευξη του στόχου.
    • Έκανε όλες τις αναγκαίες προετοιμασίες πριν από το ταξίδι.
    2