Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναγκαίος (επίθετο) - (παρόμοια:
αναγκασμένος
-
αναγκαστικά
-
αναγκάζω
-
αναγκάσω
-
αναγκαιότητα
-
αναγκαστικός
)
Συνώνυμα
απαραίτητος
επιβεβλημένος
αναπόφευκτος
3
Αντώνυμα
προαιρετικός
μη αναγκαίος
επιλογής
3
Ορισμός
Που είναι απαραίτητος ή που δεν μπορεί να αποφευχθεί.
Που πρέπει να γίνει ή να υπάρξει λόγω κάποιας ανάγκης ή υποχρέωσης.
2
Παραδείγματα
Η συνεργασία είναι αναγκαία για την επίτευξη του στόχου.
Έκανε όλες τις αναγκαίες προετοιμασίες πριν από το ταξίδι.
2