Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναγκασμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
σκασμένος
-
αναγκαίος
-
αναμμένος
-
αηδιασμένος
-
αναγκαστικά
-
αναθεματισμένος
-
αναγκαστικός
-
ανακατεμένος
-
αναπτυγμένος
-
σπασμένος
)
Συνώνυμα
υποχρεωμένος
αναγκαστικός
επιβαλλόμενος
3
Αντώνυμα
εθελοντικός
εκούσιος
προαιρετικός
3
Ορισμός
που προκύπτει από ανάγκη ή υποχρέωση και όχι από επιλογή
που γίνεται χωρίς τη θέληση του ατόμου
2
Παραδείγματα
Ήρθε αναγκασμένος στη συνάντηση, παρόλο που δεν ήθελε.
Η αναγκασμένη αποχώρησή του από τη δουλειά προκάλεσε μεγάλη έκπληξη.
2