Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναγνωριστικό (επίθετο) - (παρόμοια:
αναγνωριστικός
-
ανακουφιστικό
-
αναγνωρίσω
-
αναγνωρίζω
-
αναμνηστικό
)
Συνώνυμα
επαινετικός
εγκριτικός
εξυμνητικός
3
Αντώνυμα
κατακριτικός
αποδοκιμαστικός
μειωτικός
3
Ορισμός
που εκφράζει αναγνώριση ή έπαινο
που δηλώνει θετική γνώμη ή αποδοχή
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος έκανε μια αναγνωριστική παρατήρηση για τη σκληρή δουλειά του μαθητή.
Η κριτική της ήταν αναγνωριστική για τις προσπάθειες της ομάδας.
2