Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανακουφιστικό (επίθετο) - (παρόμοια:
ακουστικό
-
αναγνωριστικό
-
ανακουφίζω
-
αντανακλαστικό
-
αναμνηστικό
)
Συνώνυμα
καταπραϋντικό
ανακουφιστικό
ανακουφίζον
3
Αντώνυμα
ενοχλητικό
επιβαρυντικό
2
Ορισμός
Που ανακουφίζει ή παρέχει ανακούφιση.
Που μειώνει ή απαλύνει τον πόνο, την ένταση ή το άγχος.
2
Παραδείγματα
Το ζεστό μπάνιο ήταν πολύ ανακουφιστικό μετά από μια κουραστική μέρα.
Ο γιατρός του έδωσε ένα ανακουφιστικό φάρμακο για τον πόνο.
2