1. Λέξη
    ανακουφιστικό (επίθετο) - (παρόμοια: ακουστικό - αναγνωριστικό - ανακουφίζω - αντανακλαστικό - αναμνηστικό)
  2. Συνώνυμα
    • καταπραϋντικό
    • ανακουφιστικό
    • ανακουφίζον
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενοχλητικό
    • επιβαρυντικό
    2
  4. Ορισμός
    • Που ανακουφίζει ή παρέχει ανακούφιση.
    • Που μειώνει ή απαλύνει τον πόνο, την ένταση ή το άγχος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το ζεστό μπάνιο ήταν πολύ ανακουφιστικό μετά από μια κουραστική μέρα.
    • Ο γιατρός του έδωσε ένα ανακουφιστικό φάρμακο για τον πόνο.
    2