Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναμνηστικό (επίθετο) - (παρόμοια:
αναγνωριστικό
-
ανακουφιστικό
-
αναψυκτικό
)
Συνώνυμα
ενθυμητικό
απομνημονευτικό
υπενθυμιστικό
3
Αντώνυμα
ξεχασιάρικο
λησμονησιάρικο
2
Ορισμός
που προκαλεί ή συμβάλλει στη διατήρηση της μνήμης
που θυμίζει κάτι ή κάποιον
2
Παραδείγματα
Το δώρο ήταν ένα αναμνηστικό από τα ταξίδια τους.
Η φωτογραφία λειτούργησε ως αναμνηστικό της εποχής εκείνης.
2