Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανακριτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανταποκριτής
-
κριτής
-
ανακρίνω
-
αναλυτής
)
Συνώνυμα
ερευνητής
ανακριτικός υπάλληλος
ανακριτικό στέλεχος
3
Αντώνυμα
κατηγορούμενος
μάρτυρας
2
Ορισμός
Επίσημος υπάλληλος που διεξάγει ανακρίσεις και ερευνά εγκλήματα.
Άτομο που έχει την εξουσία να ανακρίνει κατηγορούμενους ή μάρτυρες.
2
Παραδείγματα
Ο ανακριτής ρώτησε τον ύποπτο για την παρουσία του στο σημείο του εγκλήματος.
Ο ανακριτής συγκέντρωσε αποδεικτικά στοιχεία για την υπόθεση.
2