Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κριτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κριτήριο
-
υποκριτής
-
ανακριτής
-
κριτική
)
Συνώνυμα
δικαστής
αποφασίζων
εξεταστής
3
Αντώνυμα
κατηγορούμενος
μέλος του δικαστηρίου
2
Ορισμός
Πρόσωπο που έχει την εξουσία να κρίνει ή να αποφασίζει σε μια δικαστική ή άλλη διαδικασία.
Ειδικός που αξιολογεί κάτι, όπως σε διαγωνισμούς ή εκδηλώσεις.
2
Παραδείγματα
Ο κριτής έδωσε την απόφασή του μετά την ακρόαση όλων των μαρτύρων.
Ο κριτής του διαγωνισμού ομορφιάς επέλεξε την νικήτρια.
2