Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναλαμβάνω (ρήμα) - (παρόμοια:
επαναλαμβάνω
-
απολαμβάνω
-
λαμβάνω
-
παραλαμβάνω
-
καταλαμβάνω
-
αναλαμπή
-
συλλαμβάνω
-
περιλαμβάνω
-
προσλαμβάνω
)
Συνώνυμα
επιλαμβάνομαι
ασχολούμαι
αντιμετωπίζω
3
Αντώνυμα
εγκαταλείπω
παρατώ
αποσύρομαι
3
Ορισμός
Παίρνω την ευθύνη για κάτι.
Ξεκινώ να κάνω κάτι, να εργάζομαι πάνω σε κάτι.
Αναλαμβάνω να κάνω κάτι, δηλαδή δέχομαι να το κάνω.
3
Παραδείγματα
Αναλαμβάνω την ευθύνη για το λάθος.
Αναλαμβάνω να οργανώσω το πάρτι.
Αναλαμβάνω μια νέα δουλειά από αύριο.
3