Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναλογίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αναλογία
-
αναγνωρίζομαι
-
αναλογώ
-
αναγκάζομαι
-
ανατινάζομαι
-
αναδύομαι
)
Συνώνυμα
σκέφτομαι
αναλογιέμαι
συλλογίζομαι
στοχάζομαι
4
Αντώνυμα
αγνοώ
αμελώ
παραβλέπω
3
Ορισμός
Σκέφτομαι βαθιά και προσεκτικά για κάτι.
Εξετάζω κάτι με προσοχή και λεπτομέρεια.
2
Παραδείγματα
Αναλογίστηκε τις επιπτώσεις της απόφασής του πριν προχωρήσει.
Κάθε βράδυ αναλογίζεται τα γεγονότα της ημέρας.
2