Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανατινάζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ανατινάζω
-
αναγκάζομαι
-
ανατινάξω
-
αναλογίζομαι
-
αναδύομαι
)
Συνώνυμα
εκρήγνυμαι
σκάω
διαλύομαι
καταρρέω
4
Αντώνυμα
σταθεροποιούμαι
συγκεντρώνομαι
ενισχύομαι
3
Ορισμός
Εκρήγνυμαι με βίαιο τρόπο, συνήθως λόγω πίεσης ή έκρηξης.
Χάνω την ψυχραιμία μου ή την αυτοκυριαρχία μου ξαφνικά.
Καταρρέω ή αποτυγχάνω με δραματικό τρόπο.
3
Παραδείγματα
Η φιάλη ανατινάχτηκε όταν έπεσε στο πάτωμα.
Ανατινάχτηκε από θυμό όταν άκουσε τα νέα.
Η εταιρεία ανατινάχτηκε μετά τη χρηματική κρίση.
3