1. Λέξη
    ανατινάζομαι (ρήμα) - (παρόμοια: ανατινάζω - αναγκάζομαι - ανατινάξω - αναλογίζομαι - αναδύομαι)
  2. Συνώνυμα
    • εκρήγνυμαι
    • σκάω
    • διαλύομαι
    • καταρρέω
    4
  3. Αντώνυμα
    • σταθεροποιούμαι
    • συγκεντρώνομαι
    • ενισχύομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Εκρήγνυμαι με βίαιο τρόπο, συνήθως λόγω πίεσης ή έκρηξης.
    • Χάνω την ψυχραιμία μου ή την αυτοκυριαρχία μου ξαφνικά.
    • Καταρρέω ή αποτυγχάνω με δραματικό τρόπο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η φιάλη ανατινάχτηκε όταν έπεσε στο πάτωμα.
    • Ανατινάχτηκε από θυμό όταν άκουσε τα νέα.
    • Η εταιρεία ανατινάχτηκε μετά τη χρηματική κρίση.
    3