Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναγκάζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αναγκάζω
-
ανατινάζομαι
-
αναγνωρίζομαι
-
αναγκάσω
-
αγκαλιάζομαι
-
αναλογίζομαι
-
αναδύομαι
-
δικάζομαι
-
αγοράζομαι
-
αναμένομαι
-
αναφέρομαι
-
αναπαύομαι
)
Συνώνυμα
υποχρεούμαι
εξαναγκάζομαι
καταναγκάζομαι
3
Αντώνυμα
επιλέγω
αποφασίζω ελεύθερα
προτιμώ
3
Ορισμός
Να βρίσκομαι σε θέση όπου πρέπει να κάνω κάτι χωρίς να το επιθυμώ πραγματικά.
Να υποβάλλομαι σε πίεση ή εξαναγκασμό για να εκτελέσω μια ενέργεια.
2
Παραδείγματα
Αναγκάστηκα να παραιτηθούμε από τη δουλειά μου λόγω των συνθηκών.
Μετά από πολλές πιέσεις, αναγκάστηκα να συμφωνήσω με το σχέδιό τους.
2