1. Συνώνυμα
    • υποχρεούμαι
    • εξαναγκάζομαι
    • καταναγκάζομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • επιλέγω
    • αποφασίζω ελεύθερα
    • προτιμώ
    3
  3. Ορισμός
    • Να βρίσκομαι σε θέση όπου πρέπει να κάνω κάτι χωρίς να το επιθυμώ πραγματικά.
    • Να υποβάλλομαι σε πίεση ή εξαναγκασμό για να εκτελέσω μια ενέργεια.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Αναγκάστηκα να παραιτηθούμε από τη δουλειά μου λόγω των συνθηκών.
    • Μετά από πολλές πιέσεις, αναγκάστηκα να συμφωνήσω με το σχέδιό τους.
    2