Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναγνωρίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
γνωρίζομαι
-
αναγνωρίζω
-
αναγνωρίσω
-
αναγκάζομαι
-
πρωτογνωρίζομαι
-
αναλογίζομαι
-
αναγνωρίσεις
-
χωρίζομαι
-
ορίζομαι
)
Συνώνυμα
αποδέχομαι
επιβεβαιώνω
ομολογώ
3
Αντώνυμα
αρνούμαι
απορρίπτω
αμφισβητώ
3
Ορισμός
Επιβεβαιώνω την ύπαρξη ή την ταυτότητα κάποιου ή κάτι.
Αποδέχομαι κάποιον ή κάτι ως έγκυρο ή νόμιμο.
Ομολογώ ή δέχομαι κάτι αληθινό ή σωστό.
3
Παραδείγματα
Οι γονείς μου με αναγνώρισαν αμέσως μόλις με είδαν.
Η κυβέρνηση αναγνώρισε τα λάθη της και υποσχέθηκε διορθώσεις.
Αναγνωρίζομαι ως υπεύθυνος για αυτό το πρόβλημα.
3