1. Συνώνυμα
    • αποδέχομαι
    • επιβεβαιώνω
    • ομολογώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • αρνούμαι
    • απορρίπτω
    • αμφισβητώ
    3
  3. Ορισμός
    • Επιβεβαιώνω την ύπαρξη ή την ταυτότητα κάποιου ή κάτι.
    • Αποδέχομαι κάποιον ή κάτι ως έγκυρο ή νόμιμο.
    • Ομολογώ ή δέχομαι κάτι αληθινό ή σωστό.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Οι γονείς μου με αναγνώρισαν αμέσως μόλις με είδαν.
    • Η κυβέρνηση αναγνώρισε τα λάθη της και υποσχέθηκε διορθώσεις.
    • Αναγνωρίζομαι ως υπεύθυνος για αυτό το πρόβλημα.
    3