Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναπνευστήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αναπτήρας
-
αναπνευστικός
-
ανελκυστήρας
-
ανεμιστήρας
)
Συνώνυμα
αεραγωγός
αεροστρόβιλος
αεροφράκτης
3
Αντώνυμα
αποπνικτικός
ασφυξιογόνος
2
Ορισμός
Συσκευή ή μηχανισμός που επιτρέπει την εισροή αέρα ή την εξαερισμό ενός χώρου.
Μέρος μιας μηχανής που εξασφαλίζει την κυκλοφορία του αέρα για ψύξη ή άλλους σκοπούς.
Στην ανατομία, το τμήμα του αναπνευστικού συστήματος που επιτρέπει την ανταλλαγή αερίων.
3
Παραδείγματα
Ο αναπνευστήρας του δωματίου ήταν σπασμένος και ο χώρος έμοιαζε αποπνικτικός.
Ο μηχανικός ελέγχει τον αναπνευστήρα του κινητήρα για να διαπιστώσει εάν λειτουργεί σωστά.
Οι ασθενείς με σοβαρά αναπνευτικά προβλήματα χρειάζονται συχνά τη βοήθεια ενός αναπνευστήρα.
3