Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανελκυστήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανεμιστήρας
-
αναπνευστήρας
-
καυστήρας
-
αναπτήρας
)
Συνώνυμα
ασανσέρ
αναρτητής
2
Αντώνυμα
σκάλα
κλίμακα
2
Ορισμός
Μηχανική συσκευή που χρησιμοποιείται για την κατακόρυφη μεταφορά ανθρώπων ή αγαθών μεταξύ διαφορετικών επιπέδων ενός κτιρίου.
Εγκατάσταση που επιτρέπει την άνετη και γρήγορη μετακίνηση ανθρώπων ή αντικειμένων σε πολυώροφα κτίρια.
2
Παραδείγματα
Ο ανελκυστήρας στο νοσοκομείο είναι εκτός λειτουργίας.
Πρέπει να πάρουμε τον ανελκυστήρα για να φτάσουμε στον 10ο όροφο.
2