1. Λέξη
    ανελκυστήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανεμιστήρας - αναπνευστήρας - καυστήρας - αναπτήρας)
  2. Συνώνυμα
    • ασανσέρ
    • αναρτητής
    2
  3. Αντώνυμα
    • σκάλα
    • κλίμακα
    2
  4. Ορισμός
    • Μηχανική συσκευή που χρησιμοποιείται για την κατακόρυφη μεταφορά ανθρώπων ή αγαθών μεταξύ διαφορετικών επιπέδων ενός κτιρίου.
    • Εγκατάσταση που επιτρέπει την άνετη και γρήγορη μετακίνηση ανθρώπων ή αντικειμένων σε πολυώροφα κτίρια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ανελκυστήρας στο νοσοκομείο είναι εκτός λειτουργίας.
    • Πρέπει να πάρουμε τον ανελκυστήρα για να φτάσουμε στον 10ο όροφο.
    2