Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναπτύξω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναπτύσσω
-
αναπτύσσομαι
-
αναπτυχθώ
-
αναπτήρας
)
Συνώνυμα
εξελίσσω
αναπτύσσω
αναπτύχνω
3
Αντώνυμα
αναστέλλω
σταματώ
καταστέλλω
3
Ορισμός
Επεκτείνω ή διευρύνω κάτι σε μέγεθος, εμβέλεια ή πολυπλοκότητα.
Αναπτύσσω μια ιδέα, ένα σχέδιο ή μια θεωρία με περισσότερες λεπτομέρειες.
Βελτιώνω ή προάγω την πρόοδο ή την ανάπτυξη κάποιου ή κάτι.
3
Παραδείγματα
Ο σχεδιαστής προσπαθεί να αναπτύξει ένα νέο μοντέλο αυτοκινήτου.
Η εταιρεία σκοπεύει να αναπτύξει τις δραστηριότητές της σε διεθνές επίπεδο.
Ο καθηγητής μας βοήθησε να αναπτύξουμε τις ιδέες μας για την έρευνα.
3