1. Λέξη
    αναπτύξω (ρήμα) - (παρόμοια: αναπτύσσω - αναπτύσσομαι - αναπτυχθώ - αναπτήρας)
  2. Συνώνυμα
    • εξελίσσω
    • αναπτύσσω
    • αναπτύχνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αναστέλλω
    • σταματώ
    • καταστέλλω
    3
  4. Ορισμός
    • Επεκτείνω ή διευρύνω κάτι σε μέγεθος, εμβέλεια ή πολυπλοκότητα.
    • Αναπτύσσω μια ιδέα, ένα σχέδιο ή μια θεωρία με περισσότερες λεπτομέρειες.
    • Βελτιώνω ή προάγω την πρόοδο ή την ανάπτυξη κάποιου ή κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο σχεδιαστής προσπαθεί να αναπτύξει ένα νέο μοντέλο αυτοκινήτου.
    • Η εταιρεία σκοπεύει να αναπτύξει τις δραστηριότητές της σε διεθνές επίπεδο.
    • Ο καθηγητής μας βοήθησε να αναπτύξουμε τις ιδέες μας για την έρευνα.
    3