1. Λέξη
    αναπτύσσω (ρήμα) - (παρόμοια: αναπτύσσομαι - αναπτύξω - ανακηρύσσω)
  2. Συνώνυμα
    • εξελίσσω
    • αναπλάθω
    • αναπτύχνω
    • εμπλουτίζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • καταστρέφω
    • εξαφανίζω
    • σταματώ
    • αναστέλλω
    4
  4. Ορισμός
    • Επεκτείνω ή βελτιώνω κάτι σταδιακά.
    • Δημιουργώ ή σχεδιάζω κάτι με λεπτομέρεια.
    • Αναπτύσσω μια ιδέα ή μια θεωρία με συστηματικό τρόπο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η εταιρεία αναπτύσσει νέες τεχνολογίες για την προστασία του περιβάλλοντος.
    • Ο συγγραφέας αναπτύσσει τον κεντρικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος σε όλη την πλοκή.
    • Οι επιστήμονες αναπτύσσουν μια νέα θεωρία για την προέλευση του σύμπαντος.
    3