Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναπτύσσω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναπτύσσομαι
-
αναπτύξω
-
ανακηρύσσω
)
Συνώνυμα
εξελίσσω
αναπλάθω
αναπτύχνω
εμπλουτίζω
4
Αντώνυμα
καταστρέφω
εξαφανίζω
σταματώ
αναστέλλω
4
Ορισμός
Επεκτείνω ή βελτιώνω κάτι σταδιακά.
Δημιουργώ ή σχεδιάζω κάτι με λεπτομέρεια.
Αναπτύσσω μια ιδέα ή μια θεωρία με συστηματικό τρόπο.
3
Παραδείγματα
Η εταιρεία αναπτύσσει νέες τεχνολογίες για την προστασία του περιβάλλοντος.
Ο συγγραφέας αναπτύσσει τον κεντρικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος σε όλη την πλοκή.
Οι επιστήμονες αναπτύσσουν μια νέα θεωρία για την προέλευση του σύμπαντος.
3