1. Λέξη
    αναπτύσσομαι (ρήμα) - (παρόμοια: αναπτύσσω - αναπαύομαι - αναπτύξω - αναπαράγομαι - αναδύομαι)
  2. Συνώνυμα
    • εξελίσσομαι
    • αναπτύσσω
    • εξελίσσω
    • αναπτύσσω
    4
  3. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • καθυστερώ
    • παύω
    3
  4. Ορισμός
    • Να μεγαλώνω ή να εξελίσσομαι σταδιακά.
    • Να γίνομαι πιο περίπλοκος ή ολοκληρωμένος.
    • Να προχωρώ ή να εξελίσσομαι σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η πόλη αναπτύσσεται γρήγορα.
    • Το παιδί αναπτύσσεται κανονικά.
    • Η τεχνολογία αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς.
    3