Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναπτύσσομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αναπτύσσω
-
αναπαύομαι
-
αναπτύξω
-
αναπαράγομαι
-
αναδύομαι
)
Συνώνυμα
εξελίσσομαι
αναπτύσσω
εξελίσσω
αναπτύσσω
4
Αντώνυμα
σταματώ
καθυστερώ
παύω
3
Ορισμός
Να μεγαλώνω ή να εξελίσσομαι σταδιακά.
Να γίνομαι πιο περίπλοκος ή ολοκληρωμένος.
Να προχωρώ ή να εξελίσσομαι σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
3
Παραδείγματα
Η πόλη αναπτύσσεται γρήγορα.
Το παιδί αναπτύσσεται κανονικά.
Η τεχνολογία αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς.
3