1. Συνώνυμα
    • ξεκουράζομαι
    • αναπαύω
    • ησυχάζω
    3
  2. Αντώνυμα
    • κουράζομαι
    • εξαντλούμαι
    • δουλεύω
    3
  3. Ορισμός
    • Να παύω να κουράζομαι, να ξεκουράζομαι.
    • Να βρίσκομαι σε κατάσταση ηρεμίας ή ανάπαυσης.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Μετά τη δουλειά, αναπαύομαι στον καναπέ.
    • Τα Σαββατοκύριακα αναπαύομαι και απολαμβάνω την ησυχία μου.
    2