Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναπαύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αναπαράγομαι
-
αναδύομαι
-
ανακατεύομαι
-
αναπτύσσομαι
-
αναφέρομαι
-
αναμένομαι
-
αναγκάζομαι
)
Συνώνυμα
ξεκουράζομαι
αναπαύω
ησυχάζω
3
Αντώνυμα
κουράζομαι
εξαντλούμαι
δουλεύω
3
Ορισμός
Να παύω να κουράζομαι, να ξεκουράζομαι.
Να βρίσκομαι σε κατάσταση ηρεμίας ή ανάπαυσης.
2
Παραδείγματα
Μετά τη δουλειά, αναπαύομαι στον καναπέ.
Τα Σαββατοκύριακα αναπαύομαι και απολαμβάνω την ησυχία μου.
2