Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανασαίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανασταίνω
-
ανακρίνω
-
ανεβαίνω
)
Συνώνυμα
αναπνέω
αναπνέω
αναστενάζω
3
Αντώνυμα
πνίγομαι
ασφυκτιώ
2
Ορισμός
Εισπνέω και εκπνέω αέρα, πραγματοποιώντας την αναπνοή.
Αντιλαμβάνομαι ή βιώνω κάτι με ένταση ή ανακούφιση.
2
Παραδείγματα
Μετά από ώρες κολύμβησης, ανασάνω βαθιά για να ηρεμήσω.
Ανασάνω ελευθερία μετά από πολύ καιρό φυλάκισης.
2