1. Λέξη
    ανασαίνω (ρήμα) - (παρόμοια: ανασταίνω - ανακρίνω - ανεβαίνω)
  2. Συνώνυμα
    • αναπνέω
    • αναπνέω
    • αναστενάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • πνίγομαι
    • ασφυκτιώ
    2
  4. Ορισμός
    • Εισπνέω και εκπνέω αέρα, πραγματοποιώντας την αναπνοή.
    • Αντιλαμβάνομαι ή βιώνω κάτι με ένταση ή ανακούφιση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από ώρες κολύμβησης, ανασάνω βαθιά για να ηρεμήσω.
    • Ανασάνω ελευθερία μετά από πολύ καιρό φυλάκισης.
    2