Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανεβαίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποβαίνω
-
ανασαίνω
-
βαίνω
-
ανασταίνω
-
κατεβαίνω
)
Συνώνυμα
ανέρχομαι
υψώνομαι
προχωρώ
3
Αντώνυμα
κατεβαίνω
καταβαίνω
πέφτω
3
Ορισμός
Μετακινώ προς τα πάνω ή προς υψηλότερο σημείο.
Αυξάνομαι σε επίπεδο, βαθμό ή ποσότητα.
Προχωρώ σε μια ιεραρχία ή κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Ανεβαίνω τις σκάλες για να φτάσω στην ταράτσα.
Η θερμοκρασία ανεβαίνει σημαντικά το καλοκαίρι.
Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς, ανέβηκε στη θέση του διευθυντή.
3