1. Λέξη
    ανεβαίνω (ρήμα) - (παρόμοια: αποβαίνω - ανασαίνω - βαίνω - ανασταίνω - κατεβαίνω)
  2. Συνώνυμα
    • ανέρχομαι
    • υψώνομαι
    • προχωρώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατεβαίνω
    • καταβαίνω
    • πέφτω
    3
  4. Ορισμός
    • Μετακινώ προς τα πάνω ή προς υψηλότερο σημείο.
    • Αυξάνομαι σε επίπεδο, βαθμό ή ποσότητα.
    • Προχωρώ σε μια ιεραρχία ή κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ανεβαίνω τις σκάλες για να φτάσω στην ταράτσα.
    • Η θερμοκρασία ανεβαίνει σημαντικά το καλοκαίρι.
    • Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς, ανέβηκε στη θέση του διευθυντή.
    3