1. Συνώνυμα
    • τρομακτικός
    • φρικιαστικός
    • συναρπαστικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • αδιάφορος
    • βαρετός
    • ανιαρός
    3
  3. Ορισμός
    • Που προκαλεί ανατρίχια ή συγκίνηση, συνήθως λόγω έντονης συναισθηματικής εντύπωσης.
    • Που προκαλεί φόβο ή έκπληξη, συχνά λόγω του απροσδόκητου ή του υπερφυσικού.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η ταινία ήταν τόσο ανατριχιαστική που δεν μπορούσα να κοιμηθώ.
    • Η ιστορία του είχε ένα ανατριχιαστικό τέλος που κανείς δεν περίμενε.
    2